Μαυρομάτης, Ιωάννης — (16ος αι.). Λόγιος από την Κέρκυρα. Έζησε πολλά χρόνια στη Βενετία και στη Νάπολη, όπου διετέλεσε βιβλιοφύλακας και συνέταξε κατάλογο χειρογράφων και βιβλίων που φυλάσσονταν στις εκάστοτε βιβλιοθήκες στις οποίες εργάστηκε. Στη βιβλιοθήκη του… … Dictionary of Greek
Μαυρομάτης, Παναγιώτης — Αγωνιστής του 1821 από το Μαραθονήσι του Γυθείου. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες εναντίον των Τούρκων και διακρίθηκε στην πολιορκία και την άλωση της Μονεμβασίας. Σκοτώθηκε στη μάχη του Αλμυρού … Dictionary of Greek
μαυρομάτης, -α, -ικο — 1. αυτός που έχει μαύρα μάτια: Έγραψε ένα τραγούδι για μια μαυρομάτα. 2. Μαυρομάτικα φασόλια, ποικιλία φασολιών που έχουν μαύρη κηλίδα, τα γυφτοφάσουλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ομμάτιο(ν) — το (Α ὀμμάτιον) μικρό μάτι, ματάκι νεοελλ. 1. οφθαλμός, μάτι 2. ναυτ. μικρός δακτύλιος από δετηρία στα άκρα τών ιστίων για την πρόσδεσή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ὄμμα: ὀμμάτ ιον (> ὀμμάτιν > ὀμμάτι > μάτι*. Ας σημειωθεί ότι τα σύνθ. τού … Dictionary of Greek
ιόμματος — ἰόμματος, ον (Α) αυτός που έχει μενεξεδένια, βιολετιά μάτια, μελανόφθαλμος, μαυρομάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + όμματος (< ὄμμα), πρβλ. αστερ όμματος, ωχρ όμματος] … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
μαυρόματος — μαυρόματος, η, ον (Μ) βλ. μαυρομάτης … Dictionary of Greek
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek
μελανόφθαλμος — η, ο (ΑM μελανόφθαλμος, ον) αυτός που έχει μαύρα μάτια, μαυρομάτης («ἐκλεκτέον μεγαλοφθάλμους, μελανοφθάλμους», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντ όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
νυχτομάτης — α, ικο αυτός που έχει μαύρα μάτια, μαυρομάτης … Dictionary of Greek